βούλαρχον

βούλαρχον
βούλαρχος
president of the senate
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόνοος — ο / πρόνοος, ον, ΝΑ, και πρόνους, ουν, Α αυτός που φροντίζει εκ τών προτέρων για κάτι, που προνοεί (α. «η πρόνοος φύσις», Κάλβ. β) «εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον και βούλαρχον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νοος/ νους (< νοῦς/νόος), πρβλ. ἔν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”